- σιδηρεόεις
- σῐδηρ-εόεις, εσσα, εν,= sq.,A
βρόχοι Epic.Alex.Adesp.9 ix 12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βρόχοι Epic.Alex.Adesp.9 ix 12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιδηρεόεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) βλ. σιδηρούς … Dictionary of Greek